Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Με λένε Γιώργο. Δεν φτάνει να είμαι Έλληνας



«Όλοι οι πολιτικοί οι ίδιοι είναι». «Αποχή είναι μόνη λύση». «Ανατροπή του Μνημονίου». «Λαϊκοί Αγώνες». «Μονόδρομος το Μνημόνιο» «Επανδιαπραγμάτευση».

Βαρεθήκατε; Και εγώ! Οι πολιτικοί και οι αγωνιστές χρησιμοποιούν λέξεις. Τις ίδιες, επαναλαμβανόμενες, βαρετές, κενές, ανούσιες λέξεις. Με λέξεις δεν αλλάζει ο κόσμος.

Αγανάκτησα με τόση αγανάκτηση. Δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο σε μεγαλύτερη αγανάκτηση. Τι χρειαζόμαστε δηλαδή για να ξαναστήσουμε αυτή τη χώρα στα πόδια της; Ιδιαίτερη πρόσκληση; Μνημόνιο; Τον Τσίπρα; Αυτά που πρέπει να γίνουν πραγματικά είναι αυτά που δεν χρειάζονται λεφτά. Εμπιστοσύνη χρειάζονται και κοινωνικό συμβόλαιο.

Χρειάζονται λαϊκοί αγώνες ή μνημόνιο για να μας πουν ότι παιδεία δεν μπορεί να υπάρξει όσο οι καθηγητές στα λύκεια σκέφτονται τη δουλειά τους στα ιδιαίτερα ή στο φροντιστήριο περισσότερο από την τάξη; Όσο πανεπιστημιακοί βάζουν τους φοιτητές να γράφουν τις δικές τους δημοσιεύσεις, για να εξασφαλίζουν θέση;  Όσο φοιτητοπατέρες αποδεικνύουν ότι η κομματική οργάνωση είναι σημαντικότερη από το διάβασμα;  Όσο λείπει νομοθεσία που να επιτρέπει ΚΑΙ τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μπας και έρθει κανένας βαλκάνιος φοιτητής, και δημιουργηθεί λίγος ανταγωνισμός με τα δημόσια;  

Χρειάζονται λαϊκοί αγώνες ή μνημόνιο για να μας πουν υγεία δεν γίνεται με τόση κακοδιαχείριση στα νοσοκομεία; Με διοικητές κομματικούς υπαλλήλους, που διορίζονται για να πλουτίσουν, αφήνοντας τους γιατρούς χωρίς εργαλεία, κλινικές χωρίς γιατρούς, και γενικότερη αίσθηση ατιμωρησίας που οδηγεί στο φακελάκι; Ότι αν φοράγαμε μια κωλοζώνη, ένα κράνος και δεν κάναμε σφήνες, τα νοσοκομεία δεν θα ήταν γεμάτα, το κράτος θα γλύτωνε λεφτά και εμείς την υγεία μας;

Ότι το μόνο πράγμα που έχουμε να πουλήσουμε στο εξωτερικό είναι τουρισμός, αλλά δεν γίνεται, αφού κάθε τρείς και πέντε, ναυτεργάτες, πουλμανατζήδες και ταξιτζήδες κλείνουν το λιμάνι και το αεροδρόμιο; Ότι δεν θα σταματήσει η διαφθορά όσο μια νέα επιχείρηση χρειάζεται εκατοντάδες υπογραφές;

Ότι η αστυνομία δεν είναι μόνο για να παίζει κυνηγητό με τους λαθρομετανάστες και τους κουκουλοφόρους; Ότι οι φαντάροι στο στρατό δεν είναι μόνο για καθαρίστριες, και έτσι και πιάσουν όπλο θα τιναχτεί στα χέρια τους;

Ότι ο συνδικαλισμός, δεν μπορεί να αποτελείται μόνο από μελλοντικούς υποψήφιους βουλευτές, γιατί τότε δεν είναι και πολύ συνδικαλισμός;

Όλοι είμαστε ο ένας εχθρός του άλλου. Και όλοι εχθροί με το κράτος, και αυτό μαζί μας. Είναι κοινωνία με πιθανότητες επιβίωσης αυτή;  Τόσο πολύ μας αλλοτρίωσε το χρήμα και η τηλεόραση, που πλέον δεκάρα δεν δίνουμε αν ο άλλος ζει ή πεθαίνει; Δεν κατανοούμε ότι αν δεν κάνουμε ΚΑΤΙ για την κοινωνία, τότε ούτε αυτή δεν θα κάνει ποτέ για εμάς;

Από σήμερα, σταματάω να βρίζω, να κριτικάρω, να φωνάζω. Θα πληρώσω το χαράτσι, αλλά θα γράφω και μια ώρα κάθε μέρα σε ένα μπλόγκ, για ιδέες που μπορούν να αλλάξουν την κοινωνία μου. Θα βγω στο δρόμο όταν απειληθεί όχι μόνο η ελευθερία μου, αλλά και αυτή του διπλανού μου, που είμαστε τσακωμένοι. Θα συμμετέχω στα κοινά, με ψήφο και θέση, και δεν θα ξαναφήσω κανένα Καραμανλή ή Παπανδρέου να πάρει την τύχη μου στα χέρια του εν λευκώ. Θα είμαι ο χειρότερος εχθρός της απάθειας, της αφωνίας. Θα δουλέψω διπλά πιο σκληρά,. και αν με απολύσουν, θα γυρίσω τα πάντα τούμπα, αλλά θα επιβιώσω. Θα φέρω ένα παιδί στον κόσμο, και θα του μάθω πρώτα από όλα γράμματα, και αξίες. Όχι iPhone και ταινίες. Θα συμμετέχω, και θα πολεμήσω να δώσω ξανά σημασία σε λέξεις κλισέ όπως «Ιδέες», «Ιδανικά», «Ανθρωπισμός», «Ιστορία» «Φιλοσοφία» «Επιστήμη» «Τέχνη». Θα πολεμήσω, με ο,τι δυνάμεις και όπλα έχω. Θα πολεμήσω όπου, και όποτε χρειαστεί. Δεν θα υποχωρήσω ποτέ ξανά.   

Η κοινωνία μου με χρειάζεται, και εγώ οφείλω να είμαι εκεί.

Με λένε Γιώργο, αλλά δεν φτάνει να είμαι Έλληνας. Από σήμερα μέχρι να πεθάνω, θα είμαι και ΠΟΛΙΤΗΣ!

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Η Λοταρία της Βαβυλώνας και οι εκλογές


Ένα πρωινό του 2005, ο Ντέιβιντ Τσό, 28 ετών, επιτυχημένος graffiti artist, πήρε ένα τηλεφώνημα. Μπήκε στο αυτοκίνητο του και επισκέφτηκε μια  εταιρία στο Palo Alto της Καλιφόρνια. Ο, ιδιόρρυθμος, ιδιοκτήτης του ζήτησε να καλύψει με graffiti μερικούς τοίχους της εταιρίας. Ο καλλιτέχνης ζήτησε μερικές χιλιάδες δολάρια, και ο ιδιοκτήτης του έδωσε την δυνατότητα να πληρωθεί με μετοχές της, νεοσύστατης, εταιρίας. Ο καλλιτέχνης, διστακτικά, δέχθηκε. Οι μετοχές του στην εταιρία, Facebook Inc, στοιχίζουν πλέον $100εκ. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Καρτέσιος, και ο Σωκράτης πέθαναν στην ψάθα, σε πιάνει θλίψη. Είναι όμως έτσι;

Στην σύντομη ιστορία του, «η Λοταρία της Βαβυλώνας» ο Χ.Λ. Μπόρχες περιγράφει μια φανταστική Βαβυλώνα, στην οποία οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια αέναη λοταρία. Ξεκίνησε σαν απλή λοταρία. Αλλά μετά αποφάσισαν να βάλουν πρόστιμο για τον κακό κλήρο, και να διπλασιάσουν την αμοιβή για τον καλό. Έτσι πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις, καθώς η ιδέα της τιμωρίας, μαζί με τις υψηλές αμοιβές δημιουργούσε ενδιαφέρον. Όλη η κοινωνία έπαιζε. Αργότερα, οι φτωχοί επαναστάτησαν, απαιτώντας και αυτοί το δικαίωμα να παίζουν. Η λοταρία έγινε δημόσια, δωρεάν και υποχρεωτική.  Αν τραβήξεις καλό κλήρο, θα περάσεις το χρόνο σου πλούσιος, ή ισχυρός, ή ιερέας. Με κακό κλήρο, θα περάσεις το χρόνο δούλος, φτωχός, θυσία στο θεό, ακρωτηριασμένος… Οι Βαβυλώνιοι έδωσαν τις ζωές τους στην τύχη. Και οι μόνοι πάνω από την τύχη, πανίσχυροι και μυστικοί, οι υπάλληλοι της εταιρίας που διεξήγαγε τη λοταρία. (Στο τέλος του διηγήματος, ο Μπόρχες αναρωτιέται αν τελικά υπήρχε εταιρία…)

Η μαγεία της ιστορίας δεν έγκειται στην λοταρία, μια μεταφορά για το ρόλο της τύχης στη ζωή, αλλά στην μεταμόρφωση. Μια απλή κοινωνία, έγινε κοινωνία τζογαδόρων που ρισκάρουν με την ίδια τους τη ζωή. Γιατί η πιθανότητα να κερδίσουν πολύ, έκανε τους ανθρώπους απρόσεκτους με τη ζωή και τους κινδύνους.

Από τη δεκαετία του ’50, η τηλεόραση μπήκε στην καθημερινότητα μας. Μπορούσαμε πλέον να βλέπουμε βίλες, γιοτ, εξωτικά τοπία. Και η ζωή μας απέκτησε μεγαλύτερο ρίσκο. Μπήκαμε στην τράπεζα και πήραμε το δάνειο που θα μας επέτρεπε να ζήσουμε ωραιότερα. Τράπεζες και οι κυβερνήσεις βρήκαν νέους τρόπους να μας δίνουν όλο και περισσότερα δάνεια, όλο και περισσότερο ρίσκο. «Μόχλευση»…. Παλιά, για ένα πλούσιο, θα υπήρχαν εκατό φτωχοί που θα πέθαιναν στο δρόμο. Πλέον για κάθε σούπερ πλούσιο, θα υπήρχαν χιλιάδες.

Το 2008, η ιστορία έλαβε τέλος, οι μουσικές καρέκλες έπαψαν να παίζουν. Όσοι έγιναν πλούσιοι, προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους, και οι υπόλοιποι έφτασε η ώρα να πληρώσουν το λογαριασμό. Η λοταρία έσπασε, γιατί η ανθρώπινη κοινωνία δεν αποδέχτηκε ενιαία τους ίδιους όρους της παγκοσμιοποίησης.
Ακόμα και σήμερα όμως υπάρχουν παράγωγα (χρηματιστηριακός «αέρας» δηλαδή) που καλύπτουν 10 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.

Αυτή ήταν η ιστορία της ζωής μας. Η ιστορία μιας λοταρίας. Τώρα τελείωσε. Μπορούμε να αναζητήσουμε συνομωσίες,  να δώσουμε δύναμη στα άκρα για να τιμωρήσουμε τους σκοτεινούς μας αντιπάλους, να φωνάξουμε, να κλάψουμε, να οργιστούμε. Αυτός ο τρόπος ζωής πάντως δεν θα επιστρέψει. Και κάποτε θα πρέπει να αποφασίσουμε να σταθούμε στα πόδια μας. Όταν το αποφασίσουμε, αυτή θα είναι και η ενηλικίωση της γενιάς μας. Η ψήφος μας σε λίγες μέρες αυτό θα δείξει. Αν θα κάνουμε τη ζωή μας λοταρία, ή αν πλέον αποφασίσουμε σαν πολίτες να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Καμία θεωρία, κανένα σχέδιο και κανένας νόμος, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη δυναμική για αυτοδιάθεση. Η ζωή μας είναι στα χέρια μας. Και στο χέρι μας είναι αν θα την (ξανα)δώσουμε στην επόμενη λοταρία.